δικαιολογητικός

δικαιολογητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δικαιολογία, ο χρήσιμος για δικαιολόγηση
2. το ουδ. ως ουσ. το δικαιολογητικό
έγγραφο ή στοιχείο που δικαιολογεί τις ενέργειες ενός ατόμου ή προσδίδει το κύρος τής νομιμότητας σε ενέργεια ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικαιολογητικός — ή, ό αυτός που χρησιμοποιείται για να στηρίξει τη δικαιολόγηση: Χρειάζονται πολλά δικαιολογητικά έγγραφα για να πάρεις μέρος στο διαγωνισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — η 1. ο τρόπος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι: Έχει πάθει η διανοητική του κατάσταση. 2. κατάλογος: Σύνταξε κατάσταση απόντων μαθητών. 3. θέση, συνθήκες κάτω από τις οποίες περνά κανείς ή βρίσκεται κάτι: Βρίσκεται σε καλή κατάσταση. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”